Η σημασία της κατά Χριστόν ασκήσεως
Η άσκησις δεν είναι στρίμωγμα του εαυτού μας αλλά “βία φύσεως διηνεκής”. Βία σημαίνει: βιάζω τον εαυτό μου και θέλω οπωσδήποτε να γίνω άγιος, να γίνω ανεκφοιτήτως πνευματικός άνθρωπος. Τότε ο πόνος είναι χαροποιός.
Ο πόνος και η βία της ασκήσεως είναι η επιστροφή του είναι μου εις την φυσικήν, την προ της πτώσεως ζωήν. Δι’ αυτής της διπλής λειτουργίας φεύγουν όσα επεκάθησαν εις την φύσιν μου από τον Αδάμ μέχρι σήμερα, και φανερούνται αι αρεταί τας οποίας μου έδωσε ο Θεός πρώτον δια της γενέσεως, της πλάσεως, και δεύτερον δια της γεννήσεως, του βαπτίσματος. Έτσι, αυταί αι αρεταί υπηρετούν την θέωσιν μου ενώ τα αρνητικά στοιχεία αποχωρούν το ένα μετά το άλλο. Δεν καταχωνιάζεται ο άνθρωπος σε μια δυστυχισμένη και κακομοιριασμένη άσκησι. Δεν εξαπατάται με μεμψιμοιρίες και από μία ζωή που είναι αβίωτη.Όχι. Αναλαμβάνει μίαν λειτουργίαν την οποίαν κάνει με ξέσπασμα ενθουσιαστικό της υπάρξεως του προς τον Θεόν. Και ούτω πως υποτάσσει τον εαυτό του εις τον Θεόν και η υποταγή αυτή γίνεται υποταγή του Θεού εις ημάς΄ υποχρεοί τον εαυτόν του ο Θεός να μας ακούση, και εμείς γινόμεθα βασιλείς και ο Θεός γίνεται υποτελής εις ημάς! Ο Χριστός δε, αυτό ο οποίος είναι η αρετή του ουρανίου Πατρός, προστίθεται εις ημάς μονίμως και ανεκφοιτήτως ως η εσχάτη και η μεγαλυτέρα των αρετών, που έχομεν και αποκτώμεν.
Και τότε μας καταξιοί ο Θεός πάσης χαράς και πάσης αγαλλιάσεως. Αποκτούμε μυστικήν εσωτερικότητα και όλα μας γίνονται πνευματοφόρα. Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ ανίκανος για τέτοια κατορθώματα. Όσο δυσήνιος και να είναι, εν τούτοις ο Θεός είναι υψηλότερος δια της αγάπης του και μας κάνει κατόρθωμα ιδικό του. Επειδή όμως έχομε σκληρότητα καρδίας, έχομε λήθην, έχομε περισπασμόν,έχομεν ατίθασον χαρακτήρα γιαυτό να ενθυμούμεθα ότι ο Θεός ευρήκε ένα μέσο αλάνθαστο για να μη χάσωμε τη βασιλεία των ουρανών, να μη σταματήση ποτέ η λειτουργία μας αλλά να γίνη αέναος. Παντού φθάνομε΄ ακόμη και εις τον ουρανόν! αλλά όχι χωρίς πόνο. Ο πόνος, η ασθένεια, η θλίψις δεν είναι τεκμήρια μιας κατάρας, αλλά είναι τα μέσα της επανορθώσεως και της θείας δόξης μας, διότι και η άσκησις είναι βία και πόνος.
Πρέπει να αγαπήσωμεν τον πόνον δια να είμεθα ιερουργοί του Θεού. Ουδείς υπάρχει που δεν πονά ή δεν θα πονέση περισσότερο αύριον. Πρέπει να αγαπήσωμεν τας θλίψεις της ζωής, τον καρκίνον, την πνευμονίαν, την πτώσιν της μήτρας, το έλκος, την καρδιακήν προσβολήν, το εγκεφαλικόν επεισόδιον, τας κατηγορίας, τας συκοφαντίας, τους εγωισμούς που μας τυραννούν. Χωρίς αυτά, χωρίς τον πόνον, θα είμεθα ελλιπείς και δεν θα γίνωμε ανελλιπείς. Ο πόνος μας ολοκληρώνει. Ακόμη και τα μεγαλύτερα πάθη μας καταβιβρώσκονται και καταδαμάζονται από τον πόνον και γίνονται ατροφικά και ημείς τρεφόμεθα και γινόμεθα δυνατοί.
ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ – ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΣΙΣ ΘΕΟΥ
(ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ)