Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε
Ἀπὸ χθες, τελευταία Κυριακὴ τοῦ Σεπτεμβρίου, μέχρι σχεδὸν τὰ Χριστούγεννα ἀναγινώσκονται στὴν ἐκκλησία περικοπὲς ἀπὸ τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο. Ακούσαμε τὴ θαυμαστὴ ἁλιεία καὶ τὴν κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν, ποὺ ἦταν ψαράδες. Μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Κυρίου ἔπιασαν ἀνέλπιστα – μέρα μεσημέρι! – πρωτοφανὲς πλῆθος ψαριῶν. Τότε ὁ Πέτρος ἀντέδρασε μὲ τρόπο παράδοξο. Ἔπεσε στὰ γόνατα τοῦ Κυρίου καὶ Τοῦ εἶπε: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε»· βγὲς ἀπὸ τὸ πλοῖο μου, διότι εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, Κύριε. Ἀπροσδόκητη πράγματι στάση! Γι᾿ αὐτὸ ἀξίζει νὰ ἐπιμείνουμε καὶ νὰ δοῦμε τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος τοῦ Πέτρου καὶ πῶς μπορεῖ νὰ ἐφαρμοσθεῖ στὴ δική μας ζωή.
Βαθιὰ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος
Μόλις εἶδε τὸ θαῦμα ὁ Πέτρος, δὲν εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε. Νὰ ἔρχεσαι συχνὰ νὰ εὐλογεῖς τὰ δίχτυα μου, γιὰ νὰ πιάνω πολλὰ ψάρια καὶ νὰ μὴν κοπιάζω μάταια». Οὔτε σκέφθηκε: «Ἐπειδὴ εἶμαι εὐσεβής, γι᾿ αὐτὸ μὲ ἀντάμειψε ὁ Θεός». Ἀλλὰ τί εἶπε; «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».
Διώχνει τὸν Κύριο ὁ Πέτρος; Ὁπωσδήποτε ὄχι, ἐφόσον ἀμέσως μετὰ Τὸν ἀκολουθεῖ γιὰ πάντα. Τὸ «ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ» ποὺ λέει, σημαίνει: Δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ Σὲ ἔχω στὸ πλοιάριό μου. Γιατί; «Ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε». Διότι εἶμαι ἁμαρτωλός, δὲν ἀξίζω εὐεργεσίες ἀλλὰ τιμωρίες.
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου δείχνει πολὺ μεγάλη ἀρετή – νὰ ὁμολογεῖ κανεὶς τὴν ἁμαρτωλότητά του τὴ στιγμὴ τῆς εὐτυχίας του! Νὰ συντρίβεται ὅταν τὸν εὐλογεῖ ὁ Θεός! Τὰ λόγια αὐτὰ εἶναι λόγια ἀνθρώπου ποὺ ἔχει ζωντανὴ εὐσέβεια καὶ βαθιὰ συναίσθηση ἁμαρτωλότητος, ποὺ ἀγαπᾶ καὶ εὐλαβεῖται τὸν Θεό, ποὺ πραγματικὰ ταπεινώθηκε ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ δὲν ζεῖ πλέον γιὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλὰ γιὰ Ἐκεῖνον. Φανερώνουν ἄνθρωπο ποὺ ζεῖ τὴ μετάνοια καὶ ἔχει ἀληθινὴ ταπείνωση καὶ αὐτογνωσία.
Ὁ λόγος αὐτὸς τοῦ Πέτρου ἀποτελεῖ φρόνημα καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι σὲ κάθε εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ ταπεινώνονται πιὸ πολύ, ἀναγνωρίζουν σταθερὰ τὴ δική τους ἀναξιότητα ἀφενός, καὶ τὸ θαυμαστὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἀφετέρου· καὶ γι᾿ αὐτὸ γίνονται ἄξιοι ὅλο καὶ μεγαλύτερων εὐεργεσιῶν, κάτι ἀσφαλῶς ποὺ ὀφείλουμε νὰ κάνουμε καὶ ἐμεῖς· ὅλοι μας· ὁ καθένας μας.
Νὰ ἀγαπήσουμε εἰλικρινὰ τὸν Κύριο
Πῶς λοιπὸν μποροῦμε νὰ μιμηθοῦμε τὸν ἀπόστολο Πέτρο; Νὰ νιώθουμε βαθιὰ καὶ ἐμεῖς καὶ νὰ λέμε: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ…». Δὲν εἶμαι ἄξιος τῶν εὐεργεσιῶν Σου. Εἶμαι ἁμαρτωλός! Πρωτίστως σὲ κάθε εὐεργεσία τοῦ Θεοῦ νὰ προσπαθοῦμε νὰ εὐχαριστοῦμε ταπεινὰ τὸν Θεό, νὰ ὁμολογοῦμε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοὶ καὶ δὲν ἀξίζουμε τὰ δῶρα Του, τὰ ὁποῖα μᾶς δίνει ἐπειδὴ εἶναι πολυεύσπλαχνος καὶ ἐλεήμων.
Τὸ σημαντικότερο ὅμως εἶναι νὰ ζοῦμε σωστὰ τὴ χριστιανικὴ ζωή. Διότι ἡ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς τὸ νὰ τηροῦμε κάποια ἐξωτερικὰ καθήκοντα, νὰ ἀνάβουμε τὸ κερί μας στὴν ἐκκλησία, νὰ κάνουμε καμιὰ ἐλεημοσύνη, νὰ λέμε τὶς ἁμαρτίες μας στὸν ἱερέα…, μὲ ἀντάλλαγμα νὰ μᾶς προστατεύει ὁ Θεός.
Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ δὲν εἶναι νὰ θέλουμε τὸν Θεὸ ὑπηρέτη τῆς ἐγωιστικῆς εὐτυχίας μας, ἀλλὰ πραγματικὸ Κύριο τῆς ζωῆς μας. Νὰ Τοῦ δώσουμε τὴν καρδιά μας. Νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε. Νὰ ταπεινωθοῦμε ἀπέναντί Του κάνοντας ὑπακοὴ στὸ θέλημά Του, ἐφαρμόζοντας τὶς ἐντολές Του, ὄχι ἐξωτερικὰ ἀλλὰ μὲ συμμετοχὴ τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου.
Ἀληθινὴ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ εἰλικρινὴς ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ζωντανὴ γνωριμία μαζί Του· γνωριμία ἡ ὁποία συνεχῶς θὰ μᾶς ἐκπλήσσει καὶ θὰ μᾶς συγκλονίζει: θὰ γνωρίζουμε ὅλο καὶ περισσότερο τὴν ἀγάπη καὶ τὴ μεγαλειότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴ δική μας ἁμαρτωλότητα. Ἂν ζοῦμε ἔτσι τὴ χριστιανικὴ ζωή, τότε κάθε φορὰ ποὺ θὰ νιώθουμε τὴν εὐλογία καὶ ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, θὰ μποροῦμε νὰ λέμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὸν ἀπόστολο Πέτρο γεμάτοι εὐγνωμοσύνη καὶ συντριβή: «Ἔξελθε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε».
Τὰ δίχτυα ἦταν κατάφορτα ἀπὸ ψάρια, πρώτη φορὰ τόσα πολλά. Ἂν τὰ πουλοῦσαν, θὰ εἶχαν ἕνα πολὺ καλὸ εἰσόδημα. Ὅμως οἱ ἁπλοὶ ψαράδες τῆς Γεννησαρὲτ δὲν ἔριξαν βλέμμα πλεονεξίας στὰ δίχτυα, ἀλλὰ μὲ τὰ ἀνοιχτὰ μάτια τῆς καθαρῆς ψυχῆς τους ἀντιλήφθηκαν τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στὴν καθημερινότητά τους. Καὶ αὐτὸ ἄλλαξε τὴ ζωή τους. Ἂς σταματήσουμε λοιπὸν νὰ ἀγαπᾶμε τὸν Θεὸ γιὰ τὰ δῶρα ποὺ μᾶς δίνει, καὶ ἂς προσπαθήσουμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ νὰ Τὸν ἀγαπήσουμε. Ἂς γίνει ὁ Θεὸς τὸ μόνο ἀγαθό μας, ὄντως ὁ Κύριός μας, ὁ Σωτήρας καὶ Λυτρωτής μας καὶ ἡ μόνη χαρά μας στὴν ἀτελεύτητη αἰωνιότητα.