Επί του Όρους ομιλία
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ε’ – ζ’
ΑΠΟΔΟΣΗ Π.ΤΡΕΜΠΕΛΑ
Κεφάλαιο ε’
ε’ 1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος· καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ·
1 Ὅταν ὁ Κύριος εἶδε τούς ὄχλους, ἀνέβηκε στό βουνό πού βρίσκεται δίπλα στή λίμνη. Κι ἀφοῦ κάθισε ἐκεῖ, ἦλθαν κοντά του οἱ μαθητές του.
ε’ 2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων·
2 Τότε λοιπόν ἄρχισε νά τούς μιλᾶ καί νά τούς διδάσκει λέγοντας:
ε’ 3 Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
3 Μακάριοι καί τρισευτυχισμένοι εἶναι ἐκεῖνοι πού συναισθάνονται ταπεινά τήν πνευματική τους φτώχεια καί τήν ἐξάρτηση ὁλόκληρου τοῦ ἑαυτοῦ τους ἀπό τόν Θεό, διότι εἶναι δική τους ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
ε’ 4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.
4 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού πενθοῦν γιά τίς ἁμαρτίες τους καί γιά τό κακό πού ἐπικρατεῖ στόν κόσμο, διότι αὐτοί θά παρηγορηθοῦν ἀπό τόν Θεό.
ε’ 5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν.
5 Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι, πού συγκρατοῦν το θυμό τους καί δέν παραφέρονται ποτέ∙ διότι αὐτοί θά κληρονομήσουν ἀπό τόν Θεό τή γῆ τῆς ἐπαγγελίας καί θά ἀπολαύσουν τά ἀγαθά τῆς οὐράνιας κληρονομιᾶς ἀπ’ αὐτή τή ζωή.
ε’ 6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται.
6 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού μέ σφοδρό ἐσωτερικό πόθο σάν πεινασμένοι καί διψασμένοι ἐπιθυμοῦν τή δικαιοσύνη καί τήν τελειότητα, διότι αὐτοί θά χορτάσουν, καθώς θά ἱκανοποιηθοῦν πλήρως οἱ πόθοι τους.
ε’ 7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
7 Μακάριοι εἶναι οἱ εὐσπλαχνικοί καί ἐπιεικεῖς, πού συμπονοῦν τούς συνανθρώπους τους στή δυστυχία τους, διότι αὐτοί θά ἐλεηθοῦν ἀπό τόν Θεό τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως.
ε’ 8 μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται.
8 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν τήν καρδιά τους καθαρή ἀπό κάθε μολυσμό ἁμαρτίας, διότι αὐτοί θά δοῦν τόν Θεό.
ε’ 9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται.
9 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἔχουν μέσα τους τήν εἰρήνη πού προέρχεται ἀπό τόν ἁγιασμό τῆς ψυχῆς καί τή μεταδίδουν καί στούς ἄλλους, εἰρηνεύοντάς τους καί μέ τούς συνανθρώπους τους καί μέ τόν Θεό∙ διότι αὐτοί θά ἀναγνωρισθοῦν καί θά ἀνακηρυχθοῦν στόν οὐράνιο κόσμο υἱοί τοῦ Θεοῦ.
ε’ 10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
10 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι πού διώχθηκαν ἐξαιτίας τῆς ἀρετῆς καί τῆς χριστιανικῆς τους τελειότητας, διότι εἶναι δική τους ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
ε’ 11 μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν ρήμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ·
11 Μακάριοι εἶστε ἐσεῖς οἱ μαθητές μου, ὅταν σᾶς χλευάσουν οἱ ἄνθρωποι καί σᾶς καταδιώξουν καί ἐξαιτίας μου ποῦν κάθε εἴδους ψεύτικες κακολογίες καί κατηγορίες ἐναντίον σας.
ε’ 12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν.
12 Νά χαίρεστε καί νά ἐκδηλώνετε ζωηρά τή χαρά σας, διότι θά εἶναι μεγάλη ἡ ἀνταμοιβή σας στούς οὐρανούς. Ἔτσι ἐξάλλου καταδίωξαν καί τούς προφῆτες πού ἔστειλε ὁ Θεός πρίν ἀπό σᾶς.
ε’ 13 Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.
13 Ἐσεῖς οἱ μαθητές μου εἶστε τό πνευματικό ἁλάτι τῶν ἀνθρώπων τῆς γῆς, ἐπειδή ἔχετε προορισμό νά προλαβαίνετε τήν ἠθική σαπίλα. Ἀλλ’ ἐάν τό ἁλάτι χάσει τή δύναμή του, μέ τί θά ἁλατισθεῖ, ὥστε νά ἀποκτήσει καί πάλι τή δύναμη πού ἔχασε; Δέν χρησιμεύει πλέον σέ τίποτε παρά νά πεταχθεῖ ἔξω στούς δρόμους καί νά καταπατεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἐάν λοιπόν κι ἐσεῖς χάσετε τήν ἠθική σας δύναμη, δέν θά γίνεται μόνο ἄχρηστοι, ἀλλά καί θά περιφρονηθεῖτε ἀπό τούς ἀνθρώπους.
ε’ 14 Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη·
14 Ἐσεῖς εἶστε τό φῶς τοῦ κόσμου, διότι ἔχετε προορισμό μέ τό φωτεινό σας παράδειγμα καί μέ τά λόγια σας πού μεταδίδουν τό φῶς τῆς ἀλήθειας νά φωτίζεται τούς ἀνθρώπους πού βρίσκονται στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς πλάνης. Μιά πόλη πού βρίσκεται πάνω σέ βουνό δέν εἶναι δυνατόν νά κρυφτεῖ. Ἔτσι καί ἡ δική σας ζωή θά γίνεται ἀντιληπτή ἀπ’ ὅλους.
ε’ 15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ.
15 Οὔτε οἱ ἄνθρωποι ἀνάβουν λυχνάρι γιά νά τό βάλουν κάτω ἀπ’ τόν κάδο μέ τόν ὁποῖο μετροῦν τό σιτάρι. Ἀλλά τό τοποθετοῦν πάνω στό λυχνοστάτη κι ἔτσι φωτίζει μέ τή λάμψη του ὅλους ἐκείνους πού εἶναι μέσα στό σπίτι.
ε’ 16 οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
16 Ἔτσι σάν λυχνάρι πού εἶναι σωστά τοποθετημένο ἄς λάμψει τό φῶς τῆς ἀρετῆς σας μπροστά στούς ἀνθρώπους∙ γιά νά δοῦν τά καλά σας ἔργα καί νά δοξάσουν γιά τά ἐνάρετα καί ἅγια παιδιά του τόν Πατέρα σας, ὁ ὁποῖος εἶναι βέβαια παρών παντοῦ, ἀλλά κυρίως φανερώνει τήν παρουσία του στούς οὐρανούς.
ε’ 17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι.
17 Μή νομίσετε ὅτι ἦλθα γιά νά καταργήσω καί ν’ ἀκυρώσω τόν ἠθικό νόμο τοῦ Μωυσῆ ἤ τήν ἠθική διδασκαλία τῶν προφητῶν. Δέν ἦρθα γιά νά τά καταργήσω αὐτά, ἀλλά νά τά συμπληρώσω καί νά σας τά παραδώσω τέλεια.
ε’ 18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται.
18 Διότι ἀληθινά σας λέω καί μέ κάθε ἐπισημότητα σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι ὅσο παραμένει καί δέν καταστρέφεται ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ, οὔτε ἕνα γιῶτα ἤ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδή ἡ πιό μικρή ἀπό τίς ἐντολές δέν θά παραπέσει ἀπό τό νόμο καί δέν θά χάσει τό κῦρος της, μέχρι νά ἐπαληθευθοῦν καί νά ἐκπληρωθοῦν ὅλα ὅσα διατάζει ὁ Νόμος∙ καί θά ἐκπληρωθοῦν μέ τά γεγονότα τῆς ζωῆς μου ὅσα λέχθηκαν προφητικῶς ἀλλά καί μέ τή ζωή τῶν γνήσιων μαθητῶν μου, οἱ ὁποῖοι θά τηροῦν ὅλες τίς ἐντολές τοῦ Νόμου μέ ἀκρίβεια.
ε’ 19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.
19 Ἀφοῦ λοιπόν οἱ ἐντολές ἔχουν κῦρος καί ἰσχύ ἀκατάλυτη, ὁποιοσδήποτε παραβεῖ μιά κι ἀπό ἐκεῖνες ἀκόμη τίς ἐντολές μου πού φαίνονται πολύ μικρές καί διδάξει ἔτσι τούς ἀνθρώπους, νά τις θεωροῦν δηλαδή μικρές καί ἀσήμαντες, θά κηρυχθεῖ ἐλάχιστος καί τελευταῖος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἐκεῖνος ὅμως πού θά ἐφαρμόσει ὅλες ἀνεξαιρέτως τίς ἐντολές καί θά διδάξει καί τούς ἄλλους νά τίς τηροῦν, αὐτός θά ἀνακηρυχθεῖ μεγάλος στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Κι αὐτές λοιπόν τίς ἐντολές πού οἱ γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι παραμερίζουν μέ τίς ἀνθρώπινες παραδόσεις τους, πρέπει νά τίς προσέχετε καί νά τίς ἐφαρμόζετε.
ε’ 20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
20 Διότι σᾶς λέω ὅτι ἐάν ἡ ἀρετή σας δέν ὑπερτερήσει καί δέν ξεπεράσει κατά πολύ τήν ἐξωτερική ἀρετή τῶν γραμματέων καί Φαρισαίων, δέν θά εἰσέλθετε στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
ε’ 21 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ὃς δ’ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει.
21 Ἔχετε ἀκούσει ἀπό τήν ἀνάγνωση τοῦ νόμου στίς συναγωγές ὅτι εἶπε ὁ Θεός στούς προγόνους μᾶς: Δέν θά σκοτώσεις. Κι ὅτι ἐκεῖνος πού θά σκοτώσει θά εἶναι ἔνοχος σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε νά παραπεμφθεῖ σέ δίκη στό τοπικό ἑπταμελές δικαστήριο πού ὀνομάζεται «κρίση».
ε’ 22 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός.
22 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω ὅτι καθένας πού ὀργίζεται ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ του χωρίς σοβαρό πνευματικό λόγο, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογο μ’ ἐκεῖνο τό ὁποῖο δικαζόταν ἄλλοτε ἀπό τό τοπικό ἑπταμελές δικαστήριο, τήν «κρίση». Κι ἐκεῖνος πού θά πεῖ περιφρονητικά στόν ἀδελφό του «ἀνόητε», εἶναι ἔνοχος βαρύτερου ἐγκλήματος, σάν ἐκεῖνα πού δικάζονται ἀπό τό ἀνώτατο δικαστήριο τῶν Ἰουδαίων, τό Συνέδριο. Κι ἐκεῖνος πού μέ μῖσος καί κακία θά πεῖ στόν ἀδελφό του «ἠλίθιε», θά εἶναι ἔνοχος ἐγκληματίας πού πρέπει νά τιμωρηθεῖ μέ τή γέεννα τοῦ πυρός πού βρίσκεται στόν Ἅδη.
ε’ 23 ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ,
23 Κάθε προσβολή λοιπόν ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν μας εἶναι ἀξιόποινη. Γι’ αὐτό, ἐάν προσφέρεις τό δῶρο σου στό θυσιαστήριο κι ἐκεῖ θυμηθεῖς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σοῦ γιά κάποια ἀδικία πού τοῦ ἔκανες,
ε’ 24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου.
24 ἄφησε ἐκεῖ τό δῶρο σου μπροστά στό θυσιαστήριο καί πήγαινε πρῶτα καί συμφιλιώσου μέ τόν ἀδελφό σου, καί τότε, ἀφοῦ συνδιαλλαγεῖς μαζί του, ἔλα καί πρόσφερε τό δῶρο σου, διότι μόνο τότε αὐτό θά γίνει δεκτό ἀπό τόν Θεό.
ε’ 25 ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ κριτὴς σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ·
25 Νά εἶσαι συμβιβαστικός καί νά ἔχεις συμφιλιωτικές διαθέσεις ἀπέναντι στόν δανειστή μέ τόν ὁποῖο βρίσκεσαι σέ δίκη. Καί δεῖξε τίς διαθέσεις σου αὐτές γρήγορα, γιά ὅσο διάστημα βρίσκεσαι μαζί του στό δρόμο πού ὁδηγεῖ στό δικαστήριο. Πρόλαβε, μήν τυχόν σέ παραδώσει ὁ ἀντίδικος στόν δικαστή, κι ὁ δικαστής σέ καταδικάσει καί σέ παραδώσει στόν ἐκτελεστή τῶν ποινῶν καί σέ ρίξει στή φυλακή.
ε’ 26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην.
26 Ἀληθινά σου λέω ὅτι δέν θά βγεῖς ἀπό τή φυλακή μέχρι νά ἐξοφλήσεις καί τό τελευταῖο δίλεπτο. Πόσο φοβερό λοιπόν εἶναι νά ἐμφανιστεῖς μπροστά στόν ὑπέρτατο Κριτή ἀσυμφιλίωτος μέ τούς ἀδελφούς σου πού ἀδίκησες!
ε’ 27 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ μοιχεύσεις.
27 Ἔχετε ἀκούσει ὅτι εἶπε ὁ Θεός στούς προγόνους μᾶς: Δέν θά μοιχεύσεις. Καί οἱ γραμματεῖς περιορίζουν τήν ἐντολή αὐτή μόνο στό ἁμάρτημα μέ παντρεμένη γυναῖκα.
ε’ 28 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.
28 Ἀλλά ἐγώ σας λέω ὅτι καθένας πού βλέπει ὁποιαδήποτε γυναῖκα ἔχοντας πονηρή ἐπιθυμία νά ἁμαρτήσει μαζί της, ἤδη μέ τήν ἐμπαθῆ αὐτή ματιά του τήν μοίχευσε μέσα στήν καρδιά του καί ἁμάρτησε μέ τήν πρόθεση καί τή διάθεσή του.
ε’ 29 εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
29 Κι ἄν κάποιο πρόσωπο πού εἶναι χρήσιμο, φιλικό καί ἀγαπητό σέ σένα σάν τό δεξί σου μάτι σου γίνεται ἀφορμή ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας καί ἁμαρτίας, χωρίσου ὁριστικά ἀπ’ αὐτό καί πέταξέ το μακριά ἀπό σένα∙ ὅπως θά ἔκανες καί μέ τό μάτι σου, ἐάν κινδύνευε νά πάθει καί νά βλαβεί ἀπ’ αὐτό ὅλο τό σῶμα σου. Διότι σέ συμφέρει νά χαθεῖ ἕνα ἀπό τά μέλη σου καί νά μή ριχθεῖ ὅλο τό σῶμα σου στή φωτιά τῆς κολάσεως. Σέ συμφέρει νά στερηθεῖς τή φιλία καί τή χρησιμότητα τοῦ προσώπου αὐτοῦ καί νά μή ριχθεῖς μαζί μ’ ἐκεῖνο στή φωτιά τῆς κολάσεως.
ε’ 30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν.
30 Κι ἄν κάποιο πρόσωπο πού σοῦ εἶναι χρήσιμο σάν τό δεξί σου χέρι σέ σκανδαλίζει, κόψε τελείως αὐτό τό χέρι σοῦ καί πέταξέ το μακριά ἀπό σένα. Διότι σέ συμφέρει νά χάσεις ἕνα ἀπό τά μέλη σου καί νά στερηθεῖς τίς ὑπηρεσίες τοῦ φίλου σου πού σοῦ εἶναι πάρα πολύ χρήσιμος, παρά νά ριχθεῖς μαζί μέ ἐκεῖνον στή φωτιά τῆς κολάσεως.
ε’ 31 Ἐρρέθη δέ· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον.
31 Ἔχει δοθεῖ ἀκόμη ἡ ἐντολή: Ἐκεῖνος πού θά χωρίσει καί θά διώξει τή γυναῖκα του, ἄς τῆς δώσει ἔγγραφο διαζυγίου.
ε’ 32 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ μοιχᾶται.
32 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω ό τί ἐκεῖνος πού θά διώξει τή γυναῖκα του χωρίς νά ὑπάρχει αἰτία μοιχείας, συντελεῖ στό νά γίνει αὐτή μοιχαλίδα, ἐάν συζευχθεῖ μέ ἄλλον. Καί ἐκεῖνος πού θά νυμφευθεῖ διαζευγμένη γυναῖκα γίνεται μοιχός.
ε’ 33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου.
33 Ἐπίσης ἀκούσατε τήν ἐντολή πού δόθηκε στούς προγόνους μᾶς: Δέν θά ἀθετήσεις τόν ὅρκο σου, ἀλλά θά τηρήσεις τίς ἔνορκες ὑποσχέσεις καί μαρτυρίες σοῦ ὡς χρέος ἱερό πού ὀφείλεις νά ἐξοφλήσεις στόν Κύριο.
ε’ 34 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶν τοῦ Θεοῦ·
34 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω νά μήν ὁρκισθεῖτε καθόλου. Μήν ὁρκισθεῖτε οὔτε στόν οὐρανό, διότι οὐρανός εἶναι θρόνος τοῦ Θεού∙
ε’ 35 μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστιν τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶν τοῦ μεγάλου βασιλέως·
35 μήν ὁρκισθεῖτε οὔτε στή γῆ, διότι πάνω στή γῆ σάν σέ βάθρο ἀκουμποῦν τά πόδια τοῦ Θεού∙ μήν ὁρκισθεῖτε οὔτε στήν Ἱερουσαλήμ, διότι ἐξαιτίας τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ πού εἶναι ἐκεῖ κτισμένος, εἶναι πόλη τοῦ μεγάλου βασιλέως Θεοῦ.
ε’ 36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι.
36 Μήν ὁρκισθείς οὔτε στό κεφάλι σου, διότι τό δημιούργησε ὁ Θεός, καί σύ δέν μπορεῖς νά μεταβάλεις οὔτε τό χρῶμα μιᾶς τρίχας πραγματικά καί οὐσιαστικά, ὥστε μία μαύρη τρίχα νά τήν κάνεις λευκή ἤ μιά λευκή νά τήν ἀλλάξεις σέ μαύρη.
ε’ 37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν.
37 Κι ὁ λόγος σᾶς ἄς εἶναι ναί, ὅταν πράγματι εἶναι ναί, καί ὄχι, ὅταν πράγματι εἶναι ὄχι. Κάθε τί πέρα ἀπό αὐτά εἶναι ἀπό τόν πονηρό, τόν πρῶτο ἐπινοητή καί πατέρα τοῦ ψεύδους.
ε’ 38 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος.
38 Ἀκούσατε ὅτι ἔχει λεχθεῖ: Ἐκεῖνος πού πλήγωσε καί τραυμάτισε κάποιον πρέπει νά δώσει ἕνα μάτι του γιά τό μάτι πού ἔβλαψε, καί ἕνα δόντι του γιά τό δόντι πού ἔσπασε ἤ πέταξε ἔξω μέ τό χτύπημα τοῦ.
ε’ 39 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην·
39 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω νά προβάλλετε ἀντίσταση στόν πονηρό, πού χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανό του ἐκεῖνον πού σᾶς βλάπτει. Ἀλλά ὅποιος σέ ραπίσει στό σαγόνι σοῦ ἀπό τό δεξιό μέρος, στρέψε σ’ αὐτόν καί τό ἄλλο μέρος, γιά νά τό ραπίσει κι αὐτό.
ε’ 40 καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον·
40 Καί σέ ἐκεῖνον πού θέλει νά κάνει δίκη μαζί σου καί νά σοῦ πάρει τό πουκάμισο, ἄφησέ του καί τό πανωφόρι σου.
ε’ 41 καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ’ αὐτοῦ δύο.
41 Κι ἐκεῖνον πού θέλει νά σέ ἀγγαρεύσει γιά νά τόν συνοδεύσεις ἕνα μίλι, πήγαινε μαζί του δύο μίλια.
ε’ 42 τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς.
42 Σ’ ἐκεῖνον πού σοῦ ζητάει ἐλεημοσύνη δίνε, ἀλλά πάντοτε μέ διάκριση πού θά τήν διαπνέει ἡ εἰλικρινής ἀγάπη. Καί μήν περιφρονήσεις ἐκεῖνον πού σοῦ ζητᾶ δανεικά χωρίς τόκο.
ε’ 43 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου.
43 Ἀκούσατε ὅτι ἔχει δοθεῖ ἡ ἐντολή: Νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου καί νά μισεῖς τόν ἐχθρό σου.
ε’ 44 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς,
44 Ἐγώ ὅμως σᾶς λέω νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, νά εὔχεσθε στό Θεό τό καλό γι’ αὐτούς πού σᾶς καταριοῦνται, νά εὐεργετεῖτε ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν καί νά προσεύχεστε γιά χάρη ἐκείνων πού σᾶς μεταχειρίζονται ὑβριστικά καί περιφρονητικά καί σᾶς καταδιώκουν ἄδικα, ἀκόμη καί ὅταν ὁ διωγμός τους αὐτός σᾶς γίνεται γιά τίς θρησκευτικές σας πεποιθήσεις.
ε’ 45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους.
45 Γιά νά μοιάσετε ἔτσι καί νά γίνετε παιδιά τοῦ Πατέρα σας πού εἶναι στούς οὐρανούς. Διότι κι αὐτός τόν ἥλιο, πού εἶναι δικός του, τόν ἀνατέλλει χωρίς διακρίσεις σέ πονηρούς καί καλούς, καί βρέχει τή βροχή του σέ δικαίους καί ἀδίκους.
ε’ 46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι;
46 Διότι ἐάν ἀγαπήσετε μόνο ἐκείνους πού σᾶς ἀγαποῦν, ποιά ἀνταμοιβή ἔχετε νά πάρετε ἀπό τόν Θεό; Τό ἴδιο δέν κάνουν καί οἱ τελῶνες;
ε’ 47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν;
47 Κι ἄν χαιρετᾶτε μόνο τούς φίλους σας Ἰουδαίους, τί σπουδαῖο κάνετε; Ἔτσι δέν κάνουν καί οἱ τελῶνες;
ε’ 48 Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν.
48 Πρέπει λοιπόν νά γίνετε τέλειοι μέ τήν ἀγάπη πρός ὅλους, ὅπως εἶναι τέλειος καί ὁ οὐράνιος Πατέρας σας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη.
Κεφάλαιο στ’
στ’ 1 Προσέχετε τὴν ἐλεημοσύνην ὑμῶν μὴ ποιεῖν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων πρὸς τὸ θεαθῆναι αὐτοῖς· εἰ δὲ μήγε, μισθὸν οὐκ ἔχετε παρὰ τῷ πατρὶ ὑμῶν τῷ ἐν τοῖς οὐρανοῖς.
1 Προσέχετε νά μήν κάνετε τήν ἐλεημοσύνη σας μπροστά στούς ἀνθρώπους, γιά νά σᾶς δοῦν καί νά σᾶς θαυμάσουν. Διαφορετικά δέν ἔχετε ἀνταμοιβή κοντά στόν Πατέρα σας πού βρίσκεται στούς οὐρανούς.
στ’ 2 Ὅταν οὖν ποιῇς ἐλεημοσύνην, μὴ σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου, ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ ποιοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς ῥύμαις, ὅπως δοξασθῶσιν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
2 Ὅταν λοιπόν κάνεις ἐλεημοσύνη, μήν τό διαφημίσεις σάν νά σαλπίζεις μέ σάλπιγγα μπροστά σου, ὅπως κάνουν οἱ ὑποκριτές στίς συναγωγές καί στούς δρόμους, γιά νά δοξαστοῦν ἀπό τούς ἀνθρώπους. Ἀληθινά σας λέω ὅτι πῆραν ὁλοκληρωτικά τήν ἀμοιβή τούς∙ κι αὐτή εἶναι ὁ ἔπαινος πού ἐπεδίωξαν καί πῆραν ἀπ’ τούς ἀνθρώπους.
στ’ 3 σοῦ δὲ ποιοῦντος ἐλεημοσύνην μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου,
3 Ἐσύ ὅμως ὅταν κάνεις ἐλεημοσύνη, ἄς μή μάθει τό ἀριστερό σου χέρι τί κάνει τό δεξί σου,
στ’ 4 ὅπως ᾖ σου ἡ ἐλεημοσύνη ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
4 γιά νά μείνει ἡ ἐλεημοσύνη σου κρυφή. Κι ὁ Πατέρας σου πού βλέπει αὐτό πού κάνεις κρυφά, θά σοῦ δώσει τήν ἀνταμοιβή φανερά.
στ’ 5 Καὶ ὅταν προσεύχῃ, οὐκ ἔσῃ ὡς οἱ ὑποκριταί· ὅτι φιλοῦσιν ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ ἐν ταῖς γωνίαις τῶν πλατειῶν ἑστῶτες προσεύχεσθαι, ὅπως ἄν φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσι τὸν μισθὸν αὐτῶν.
5 Κι ὅταν προσεύχεσαι, δέν πρέπει νά εἶσαι ὅπως οἱ ὑποκριτές. Διότι τούς ἀρέσει νά στέκονται ὄρθιοι στίς συναγωγές καί στίς γωνίες τῶν πλατειῶν καί νά προσεύχονται, γιά νά τούς βλέπουν οἱ ἄνθρωποι. Ἀληθινά σας λέω ὅτι ἔτσι παίρνουν ἐδῶ στή γῆ ὁλόκληρο το μισθό τους.
στ’ 6 σὺ δὲ ὅταν προσεύχῃ, εἴσελθε εἰς τὸ ταμιεῖόν σου καὶ κλείσας τὴν θύραν σου πρόσευξαι τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
6 Ἐσύ ὅμως, ἀντίθετα, ὅταν πρόκειται νά προσευχηθεῖς, μπές μέσα στό ἰδιαίτερο δωμάτιό σου, κι ἀφοῦ κλείσεις τήν πόρτα σου, κάνε τήν προσευχή σου στόν Πατέρα σου πού εἶναι ἀόρατος καί κρυμμένος. Κι ὁ Πατέρας σου πού βλέπει στά κρυφά, θά σοῦ ἀνταποδώσει τήν ἀμοιβή στά φανερά.
στ’ 7 Προσευχόμενοι δὲ μὴ βαττολογήσητε ὥσπερ οἱ ἐθνικοί, δοκοῦσι γὰρ ὅτι ἐν τῇ πολυλογίᾳ αὐτῶν εἰσακουσθήσονται.
7 Κι ὅταν προσεύχεσθε, μή ζητᾶτε αἰτήματα ἀνόητα μέ μηχανική καί δεισιδαίμονα ἐπανάληψη λέξεων, πού ὁ νοῦς σας δέν τίς παρακολουθεῖ ἤ δέν τίς κατανοεῖ, ὅπως κάνουν οἱ εἰδωλολάτρες. Διότι αὐτοί φαντάζονται ὅτι ἡ ἀνόητη πολυλογία τους θά ἐπιδράσει μαγικά καί θά εἰσακουσθοῦν οἱ προσευχές τους.
στ’ 8 μὴ οὖν ὁμοιωθῆτε αὐτοῖς· οἶδε γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὧν χρείαν ἔχετε πρὸ τοῦ ὑμᾶς αἰτῆσαι αὐτόν.
8 Μή γίνετε λοιπόν ἴδιοι μ’ αὐτούς. Διότι ὁ Πατέρας σας γνωρίζει ἐκεῖνα πού ἔχετε ἀνάγκη, προτοῦ ἐσεῖς νά του τά ζητήσετε.
στ’ 9 Οὕτως οὖν προσεύχεσθε ὑμεῖς· Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου·
9 Ἐσεῖς λοιπόν, ἀντίθετα μέ τούς εἰδωλολάτρες, πρέπει νά προσεύχεσθε μέ τόν ἑξῆς τρόπο: Πατέρα μας πού εἶσαι παντοῦ, ἀλλά κυρίως δείχνεις τήν παρουσία σου στούς οὐρανούς, ἄς ἀναγνωρισθεῖ ἡ ἁγιότητά σου, ὥστε νά δοξασθεῖ καί νά λατρευθεῖ ἄξια τό ὄνομά σου.
στ’ 10 ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου· γενηθήτω τὸ θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς.
10 Ἄς ἔλθει ἡ βασιλεία σου μέ τήν ἐλεύθερη καί πρόθυμη ὑποταγή ὅλων τῶν ἀνθρώπων σέ σένα, ὥστε μέ τήν ὑπακοή τους στά προστάγματά σου νά γίνουν αὐτοί πραγματικοί ὑπήκοοί σου καί ὁλοκληρωτικά ἀφοσιωμένοι σέ σένα. Ἄς γίνει τό θέλημά σου καί στή γῆ ἀπό τούς ἀνθρώπους, ὅπως γίνεται αὐτό καί στόν οὐρανό ἀπό τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους.
στ’ 11 τὸν ἄρτον ἡμῶν τὸν ἐπιούσιον δὸς ἡμῖν σήμερον·
11 Δῶσ’ μας σήμερα τόν καθημερινό μας ἄρτο πού εἶναι ἀναγκαῖος γιά τή συντήρηση τῆς ὑπάρξεώς μας.
στ’ 12 καὶ ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν, ὡς καὶ ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν·
12 Καί συγχώρησέ μας τά χρέη τῶν ἀναρίθμητων ἁμαρτιῶν μας, ὅπως κι ἐμεῖς συγχωροῦμε ἐκείνους πού μᾶς χρωστοῦν ἐπειδή μᾶς ἀδίκησαν.
στ’ 13 καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν, ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ. ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· Ἀμήν.
13 Καί μήν ἐπιτρέψεις νά πέσουμε σέ πειρασμό, ἀλλά γλύτωσε μᾶς ἀπό τόν Πονηρό πού μᾶς πολεμᾶ. Τά ζητοῦμε ὅλα αὐτά ἀπό σένα, διότι δική σου εἶναι ἡ βασιλεία καί ἡ δύναμη καί ἡ δόξα στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.
στ’ 14 Ἐὰν γὰρ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, ἀφήσει καὶ ὑμῖν ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος·
14 Πρέπει λοιπόν, ὅταν ζητᾶμε τή συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν σας, νά συγχωρεῖτε κι ἐσεῖς τούς ἄλλους. Διότι ἐάν συγχωρήσετε τά ἁμαρτήματα πού σᾶς ἔκαναν οἱ ἄνθρωποι, καί ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος θά συγχωρήσει καί τά δικά σας ἁμαρτήματα.
στ’ 15 ἐὰν δὲ μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν.
15 Ἐάν ὅμως δέν συγχωρήσετε τούς ἀνθρώπους πού ἁμάρτησαν ἀπέναντί σας, οὔτε ὁ Πατέρας σας θά συγχωρήσει τίς δικές σας ἁμαρτίες πρός αὐτόν.
στ’ 16 Ὅταν δὲ νηστεύητε, μὴ γίνεσθε ὥσπερ οἱ ὑποκριταὶ σκυθρωποί, ἀφανίζουσι γὰρ τὰ πρόσωπα αὐτῶν ὅπως φανῶσι τοῖς ἀνθρώποις νηστεύοντες· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅτι ἀπέχουσιν τὸν μισθὸν αὐτῶν.
16 Κι ὅταν νηστεύετε, μή γίνεστε σκυθρωποί καί περίλυποι σάν τούς ὑποκριτές. Διότι αὐτοί ἀλλοιώνουν τά πρόσωπά τους καί παίρνουν τήν ὄψη καί τήν ἔκφραση ἀνθρώπου καταβεβλημένου ἀπό τίς στερήσεις, γιά νά φανοῦν στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύουν. Ἀληθινά σας λέω ὅτι πῆραν ὁλοκληρωτικά τήν ἀμοιβή τους ἀπό τούς ἐπαίνους τῶν ἀνθρώπων.
στ’ 17 σὺ δὲ νηστεύων ἄλειψαί σου τὴν κεφαλὴν καὶ τὸ πρόσωπόν σου νίψαι,
17 Ἐσύ ὅμως ὅταν νηστεύεις, ἄλειψε τό κεφάλι σου καί νίψε τό πρόσωπό σου, ὥστε νά φαίνεσαι χαρούμενος,
στ’ 18 ὅπως μὴ φανῇς τοῖς ἀνθρώποις νηστεύων ἀλλὰ τῷ πατρί σου τῷ ἐν τῷ κρυπτῷ· καὶ ὁ πατήρ σου ὁ βλέπων ἐν τῷ κρυπτῷ ἀποδώσει σοι ἐν τῷ φανερῷ.
18 καί νά μή φανεῖς στούς ἀνθρώπους ὅτι νηστεύεις. Ἀλλά ἡ νηστεία σου νά φανεῖ μόνο στόν Πατέρα σου, πού εἶναι βέβαια ἀόρατος, ἀλλά βρίσκεται παρών καί στά πιό ἀπόκρυφα μέρη. Κι ὁ Πατέρας σου πού βλέπει στά κρυφά, θά σοῦ ἀποδώσει τήν ἀμοιβή σου στά φανερά.
στ’ 19 Μὴ θησαυρίζετε ὑμῖν θησαυροὺς ἐπὶ τῆς γῆς, ὅπου σὴς καὶ βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται διορύσσουσιν καὶ κλέπτουσιν·
19 Μή μαζεύετε γιά τόν ἑαυτό σας θησαυρούς πάνω στή γῆ, ὅπου ὁ σκόρος καί ἡ φθορά τῆς σαπίλας ἤ τῆς σκουριᾶς ἀφανίζουν τά ἀποθηκευμένα εἴδη τοῦ πλούτου κι ὅπου οἱ κλέφτες τρυποῦν τούς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων καί τά κλέβουν.
στ’ 20 θησαυρίζετε δὲ ὑμῖν θησαυροὺς ἐν οὐρανῷ, ὅπου οὔτε σὴς οὔτε βρῶσις ἀφανίζει, καὶ ὅπου κλέπται οὐ διορύσσουσιν οὐδὲ κλέπτουσιν·
20 Μαζεύετε γιά τόν ἑαυτό σας θησαυρούς στόν οὐρανό, ὅπου οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σαπίλα καί ἡ σκουριά ἀφανίζουν τούς ἀποθηκευμένους θησαυρούς σας κι ὅπου οἱ κλέφτες δέν τρυποῦν τούς τοίχους τῶν θησαυροφυλακίων σας οὔτε κλέβουν.
στ’ 21 ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν.
21 Πρέπει λοιπόν νά θησαυρίζετε θησαυρούς στόν οὐρανό, γιά νά εἶναι καί ἡ καρδιά σας προσκολλημένη στό Θεό καί στά οὐράνια. Διότι ἐκεῖ ὅπου εἶναι ὁ θησαυρός σας, ἐκεῖ θά εἶναι καί ἡ καρδιά σας
στ’ 22 Ὁ λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός. ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔσται·
22 Καί δέν εἶναι μικρή συμφορά νά κολλήσει ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά σας στά γήινα καί μάταια. Γιά νά τό καταλάβετε αὐτό, σᾶς φέρνω μιά εἰκόνα: Τό λυχνάρι πού δίνει φῶς στό σῶμα εἶναι τό μάτι∙ καί τό λυχνάρι πού φωτίζει τήν ψυχή εἶναι ὁ νοῦς. Ἐάν λοιπόν τό μάτι σου εἶναι ὑγιές, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι γεμᾶτο φῶς, σάν νά ἦταν ὁλόκληρο τό σῶμα σου μάτι. Ἔτσι θά φωτίζεται καί ἡ ψυχή σου, ἐάν ὁ νοῦς σου καί ἡ καρδιά σου δέν ἔχουν τυφλωθεῖ ἀπ’ τή φιλαργυρία καί τήν προσκόλληση στά μάταια.
στ’ 23 ἐὰν δὲ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρὸς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου σκοτεινὸν ἔσται. εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;
23 Ἐάν ὅμως τό μάτι σου εἶναι βλαμμένο καί τυφλωμένο, ὅλο τό σῶμα σου θά εἶναι βυθισμένο στό σκοτάδι. Ἐάν λοιπόν ἐκεῖνο πού σοῦ δόθηκε γιά νά σοῦ μεταδίδει φῶς γίνει σκοτάδι, σέ πόσο σκοτάδι θά βυθισθεῖς; Κάτι ἀνάλογο θά συμβεῖ, ἐάν καί ὁ νοῦς σκοτισθεῖ ἀπό τήν προσκόλληση στόν πλοῦτο. Σέ πόσο ἠθικό σκοτάδι θά βυθισθεῖ τότε ἡ ψυχή σου!
στ’ 24 Οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν· ἢ γὰρ τὸν ἕνα μισήσει καὶ τὸν ἕτερον ἀγαπήσει, ἢ ἑνὸς ἀνθέξεται καὶ τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει· οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μαμωνᾷ.
24 Μήν ἀπατᾶτε τον ἑαυτό σας μέ τήν ἰδέα ὅτι εἶναι δυνατόν νά θησαυρίζει κανείς καί στή γῆ καί ταυτόχρονα νά εἶναι προσκολλημένος καί στό Θεό. Κανείς δέν μπορεῖ νά εἶναι συγχρόνως δοῦλος σέ δύο κυρίους. Διότι ἤ θά μισήσει τόν ἕνα καί θά ἀγαπήσει τόν ἄλλο, ἤ θά προσκολληθεῖ στόν ἕνα καί θά περιφρονήσει τόν ἄλλο. Δέν μπορεῖτε νά εἶστε συγχρόνως δοῦλοι καί τοῦ Θεοῦ καί τοῦ μαμωνά, δηλαδή τοῦ πλούτου. Ἤ θά μισήσετε τόν πλοῦτο γιά νά ἀγαπήσετε τόν Θεό, ἤ θά προσκολληθεῖτε στόν πλοῦτο καί θά περιφρονήσετε τότε τόν Θεό.
στ’ 25 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε, μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχὶ ἡ ψυχὴ πλεῖόν ἐστιν τῆς τροφῆς καὶ τὸ σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
25 Ἡ καρδιά σας λοιπόν πρέπει νά ἀνήκει ἀποκλειστικά στό Θεό. Γι’ αὐτό σᾶς λέω, κόψτε τή ρίζα τῆς πλεονεξίας∙ καί μή φροντίζετε μέ ἀγωνία καί στενοχώρια γιά τή ζωή σας τί θά φᾶτε,φάτε καί τί θά πιεῖτε, οὔτε γιά τό σῶμα σας τί ἔνδυμα θά φορέσετε. Δέν ἀξίζει ἡ ζωή περισσότερο ἀπό τήν τροφή, καί τό σῶμα πιό πολύ ἀπό τό ἔνδυμα; Ὁ Θεός λοιπόν πού σᾶς ἔδωσε αὐτά τά ἀνώτερα, θά σᾶς δώσει κά τά κατώτερα, τήν τροφή δηλαδή καί τό ἔνδυμα.
στ’ 26 ἐμβλέψατε εἰς τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδὲ θερίζουσιν οὐδὲ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
26 Κοιτᾶξτε τά πουλιά πού πετοῦν στόν ἀέρα καί δεῖτε ὅτι αὐτά δέν σπέρνουν οὔτε θερίζουν οὔτε μαζεύουν τροφές σέ ἀποθῆκες γιά το χειμῶνα ἤ τόν καιρό τῆς στερήσεως. Κι ὅμως ὁ ἐπουράνιος Πατέρας σας τά τρέφει. Ἐσεῖς δέν ἀξίζετε πολύ περισσότερα ἀπό αὐτά;
στ’ 27 τίς δὲ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπὶ τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
27 Καί γιά νά καταλάβετε πόσο ἀνόητη καί ἀνίσχυρη εἶναι αὐτή ἡ μέριμνα, σᾶς ρωτῶ: Ποιός ἀπό σας, ὀσοδήποτε κι ἄν φροντίσει, μπορεῖ νά προσθέσει στό ἀνάστημά του ἕναν πήχη; Κανένας. Τί κατορθώνετε λοιπόν μέ τή μέριμνά σας;
στ’ 28 καὶ περὶ ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδὲ νήθει·
28 Ἀλλά καί γιά τό ἔνδυμα γιατί κυριεύεσθε ἀπό ἀνήσυχη καί ἀγωνιώδη φροντίδα; Παρατηρῆστε τά ἀγριολούλουδα, πού φυτρώνουν μόνα τους στόν ἀγρό, μέ ποιό τρόπο αὐξάνουν. Δέν κοπιάζουν οὔτε γνέθουν∙
στ’ 29 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι οὐδὲ Σολομὼν ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἓν τούτων.
29 κι ὅμως σᾶς λέω ὅτι οὔτε ὁ σοφός σέ ἐπινοήσεις Σολομῶν, μέ ὅλη τήν ξακουσμένη βασιλική του μεγαλοπρέπεια καί τή λαμπρή καί ἔνδοξη περιβολή καί ἐμφάνισή του, δέν ντύθηκε μέ ἔνδυμα τόσο ὡραῖο καί θαυμάσιο, ὅπως περιβάλλεται ἕνα ἀπό τά ἀγριολούλουδα αὐτά.
στ’ 30 Εἰ δὲ τὸν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καὶ αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεὸς οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
30 Κι ἄν ὁ Θεός ντύνει μέ τόση μεγαλοπρέπεια τά ἀγριόχορτα, πού φυτρώνουν μόνα τους στόν ἀγρό καί δέν ἔχουν προορισμό νά ζήσουν αἰώνια, ὅπως ἐσεῖς, ἀλλά σήμερα ὑπάρχουν καί αὔριο ρίχνονται στό φοῦρνο ὡς καύσιμη ὕλη, δέν θά φροντίσει πολύ περισσότερο γιά σας καί δέν θά σᾶς δώσει ἔνδυμα, ὀλιγόπιστοι;
στ’ 31 μὴ οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα;
31 Μήν καταληφθεῖτε λοιπόν ποτέ ἀπό ἀγωνιώδη φροντίδα λέγοντας: τί θά φᾶμε, ἤ τί θά πιοῦμε, ἤ μέ ποιό ἔνδυμα θά ντυθοῦμε;
στ’ 32 πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδεν γὰρ ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
32 Διότι οἱ ἐθνικοί καί εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἀγνοοῦν ἐντελῶς τά οὐράνια ἀγαθά πού ἔχουν ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀξία, ζητοῦν ὅλα αὐτά τά μάταια καί φθαρτά ὡς τά μόνα σοβαρά καί ἀπαραίτητα. Ἐσεῖς ὅμως μήν ἀνησυχεῖτε γι’ αὐτά, διότι ὁ οὐράνιος Πατέρας σας γνωρίζει ὅτι ἔχετε ἀνάγκη ἀπ’ ὅλα αὐτά καί συνεπῶς θά σας τά δώσει.
στ’ 33 ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
33 Νά ζητᾶτε πρῶτα ἀπ’ ὅλα καί πάνω ἀπ’ ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν πού ὁ Θεός σας ζητᾶ ὡς ὅρο γιά νά σᾶς χαρίσει τά ἀγαθά αὐτά. Καί τότε αὐτά τά ἐπίγεια θά σᾶς δοθοῦν μαζί μ’ ἐκεῖνα.
στ’ 34 Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον, ἡ γὰρ αὔριον μεριμνήσει τα ἑαυτῆς· ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς.
34 Μήν κυριευθεῖτε λοιπόν ἀπό ἀνήσυχη φροντίδα γιά ὅσα ἐνδέχεται νά παρουσιασθοῦν αὔριο. Διότι ἡ αὐριανή ἡμέρα θά φροντίσει γιά ὅλα ὅσα θά σᾶς συμβοῦν τότε. Ἀρκεῖ γιά την κάθε ἡμέρα ἡ δική της σκοτούρα καί ταλαιπωρία.
Κεφάλαιο ζ’
ζ’ 1 Μή κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε·
1 Μήν κατακρίνεται μέ ἀσπλαχνία, γιά νά μήν κατακριθεῖτε ἀπό τόν Θεό.
ζ’ 2 ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν.
2 Διότι μέ τήν ἴδια αὐστηρή καί ἄσπλαχνηκρίση μέ τήν ὁποία κατακρίνετε, θά κατακριθεῖτε. Καί μέ τό ἴδιο μέτρο μέ τό ὁποῖο ἐξετάζετε καί καταδικάζετε τίς πράξεις τοῦ ἄλλου, θά μετρήσει ὁ Θεός καί τή δική σας ζωή καί συμπεριφορά.
ζ’ 3 τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς;
3 Γιατί λοιπόν βλέπεις τό σκουπιδάκι πού εἶναι στό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου, ἐνῶ τό δοκάρι πού εἶναι στό μάτι σου δέν τό αἰσθάνεσαι καί δέν τό καταλαβαίνεις; Γιατί τό μικρό σφάλμα τοῦ ἀδελφοῦ σου τό βλέπεις, ἐνῶ μένεις ἀναίσθητος μπροστά στό δικό σου βαρύτατο σφάλμα;
ζ’ 4 ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἀπὸ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σου;
4 Ἤ πῶς θά πεῖς στόν ἀδελφό σου, ἄφησέ μέ νά σοῦ βγάλω τό σκουπιδάκι ἀπ’ τό μάτι σού∙ ἐπίτρεψέ μου νά διορθώσω τό μικρό σφάλμα σου. Καί νά, στό μάτι σου εἶναι τό δοκάρι. Τήν ἴδια δηλαδή στιγμή ἐσύ εἶσαι ἔνοχος σέ βαρύτατο παράπτωμα.
ζ’ 5 ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
5 Ὑποκριτή, πού προσποιεῖσαι ὅτι ἀπό ζῆλο γιά τήν ἀρετή κι ἀπό ἀγάπη θέλεις νά διορθώσεις τούς ἄλλους! Ἄν πράγματι τό κάνεις ἀπό ζῆλο, βγάλε πρῶτα τό δοκάρι ἀπ’ τό μάτι σου, καί τότε θά δεῖς καθαρά γιά νά βγάλεις καί τό σκουπιδάκι ἀπ’ τό μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου.
ζ’ 6 Μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶ μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων, μήποτε καταπατήσωσιν αὐτοὺς ἐν τοῖς ποσὶν αὐτῶν καὶ στραφέντες ρήξωσιν ὑμᾶς.
6 Ἡ συμπάθεια ὅμως καί ἡ ἀποφυγή τῆς κατακρίσεως τῶν ἐλαττωμάτων καί τῶν κακιῶν τοῦ ἄλλου δέν πρέπει νά φθάνει μέχρι τήν ἀδιακρισία. Ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού πρέπει μέ πολλή προσοχή νά ἐξετάζετε τόν χαρακτῆρα τοῦ ἄλλου. Προσέχετε νά μή δώσετε τό ἅγιο μυστήριο τῆς πίστεως σέ ἀνθρώπους πού σάν σκυλιά ζοῦν ζωή ἀσεβῆ καί ἀναίσχυντη∙ οὔτε νά ρίξετε τά πολύτιμα μαργαριτάρια τῆς χριστιανικῆς πίστεως μπροστὰ σέ ἀνθρώπους πού σάν χοῖροι ζοῦν στό βόρβορο τῶν παθῶν. Ὑπάρχει μεγάλος κίνδυνος μήπως τά καταπατήσουν μέ τά πόδια τους καί στραφοῦν νά σᾶς κατασπαράξουν ἤ νά σᾶς βλάψουν μέ ὁποιονδήποτε τρόπο.
ζ’ 7 Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν·
7 Ὅσον ὅμως ἀφορᾶ στίς δικές σας ἐλλείψεις καί ἐλαττώματα, νά ζητᾶτε ἀπό τόν Θεό, καί θά σᾶς δοθεῖ αὐτό πού ζητᾶτε, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι παράλογο ἤ βλαβερό σε σᾶς. Νά γυρεύετε νά βρεῖτε αὐτό πού ζητᾶτε, καί θά τό βρεῖτε, ἐφόσον σᾶς εἶναι ὠφέλιμο. Νά χτυπᾶτε τήν πόρτα τῆς θείας προστασίας, καί θά σᾶς ἀνοιχθεῖ.
ζ’ 8 πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.
8 Διότι καθένας πού ζητᾶ ἀπό τόν Θεό, παίρνει. Καί ὅποιος γυρεύει, βρίσκει. Καί σ’ ὅποιον χτυπᾶ τήν πόρτα τῆς θείας προστασίας, θά τοῦ ἀνοιχθεῖ αὐτή.
ζ’ 9 ἢ τίς ἐστιν ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος, ὃν ἐὰν αἰτήσῃ ὁ υἱὸς αὐτοῦ ἄρτον, μὴ λίθον ἐπιδώσει αὐτῷ;
9 Καί γιά νά πεισθεῖτε σ’ αὐτό σᾶς ρωτῶ: Ποιός ἄνθρωπος ἀπό σας, ἐάν τοῦ ζητήσει ὁ γιος του ψωμί, εἶναι δυνατόν νά τοῦ δώσει πέτρα ἀντί γιά ψωμί;
ζ’ 10 καὶ ἐὰν ἰχθὺν αἰτήσῃ, μὴ ὄφιν ἐπιδώσει αὐτῷ;
10 Καί ἐάν τοῦ ζητήσει ψάρι, μήπως θά τοῦ δώσει φίδι ἀντί γιά ψάρι;
ζ’ 11 εἰ οὗν ὑμεῖς, πονηροὶ ὄντες, οἴδατε δόματα ἀγαθὰ διδόναι τοῖς τέκνοις ὑμῶν, πόσῳ μᾶλλον ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς δώσει ἀγαθὰ τοῖς αἰτοῦσιν αὐτόν;
11 Ἐάν λοιπόν ἐσεῖς, ἐνῶ εἶστε ἀτελεῖς καί διεφθαρμένοι ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα, γνωρίζετε νά δίνετε στά παιδιά σας ὠφέλιμα πράγματα, πόσο περισσότερο ὁ οὐράνιος Πατέρας σας, πού εἶναι γεμᾶτος ἀγαθότητα, θά δώσει καλά καί ὠφέλιμα σ’ ἐκείνους πού τοῦ ζητοῦν;
ζ’ 12 Πάντα οὖν ὅσα ἂν θέλητε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, οὕτω καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς· οὗτος γάρ ἐστιν ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται.
12 Καί γιά νά συγκεφαλαιώσω λοιπόν ὅλα ὅσα προηγουμένως σᾶς εἶπα, σᾶς προσθέτω: Ὅλα ὅσα θέλετε νά σᾶς κάνουν οἱ ἄνθρωποι, τά ἴδια νά κάνετε καί σείς σ’ αὐτούς. Διότι αὐτός εἶναι οὐσιαστικά καί συνοπτικά ὁ νόμος καί οἱ προφῆτες, τό νά ἀγαπᾶτε δηλαδή τόν διπλανό σᾶς σάν τόν ἑαυτό σας.
ζ’ 13 Εἰσέλθετε διὰ τῆς στενῆς πύλης· ὅτι πλατεῖα ἡ πύλη καὶ εὐρύχωρος ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ἀπώλειαν, καὶ πολλοί εἰσιν οἱ εἰσερχόμενοι δι᾿ αὐτῆς.
13 Μήν ἀποθαρρυνθεῖτε ἀπό τίς δυσκολίες πού στήν ἀρχή θά σᾶς παρουσιάσει ἡ ἐφαρμογή τοῦ χρυσοῦ αὐτοῦ νόμου καί κανόνα. Προσπαθῆστε νά μπεῖτε στό δρόμο τῆς ἀρετῆς ἀπό τή στενή πύλη, ἀπαρνούμενοι τήν ἁμαρτωλή ζωή σας. Χρειάζεται ὅμως γι’ αὐτό ἐπίπονη προσπάθεια. Διότι εἶναι πλατιά ἡ θύρα καί εὐρύχωρος ὁ δρόμος πού ἀποπλανᾶ καί παρασύρει στήν αἰώνια ἀπώλεια τῆς κολάσεως∙ καί πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού εἰσέρχονται ἅ’ αὐτήν, καθώς μέ εὐκολία μεγάλη καί χωρίς τόν παραμικρό ἀγῶνα μπαίνει κανείς ἐδῶ. Ὁ δρόμος τῆς ἁμαρτίας εἶναι εὐρύχωρος.
ζ’ 14 τί στενὴ ἡ πύλη καὶ τεθλιμμένη ἡ ὁδὸς ἡ ἀπάγουσα εἰς τὴν ζωήν, καὶ ὀλίγοι εἰσὶν οἱ εὑρίσκοντες αὐτήν!
14 Πόσο στενή ὅμως εἶναι ἡ θύρα καί γεμᾶτος δυσκολίες, κινδύνους καί πιέσεις ὁ δρόμος πού φέρνει στήν αἰώνια ζωή! Διότι πρέπει κανείς νά ἀντισταθεῖ καί νά ἀντιδράσει ὄχι μόνο στίς κακές παρακινήσεις τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά καί στίς κακές συνήθειες καί κλίσεις τοῦ ἑαυτοῦ του. Γι’ αὐτό λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού βρίσκουν το δρόμο αὐτό.
ζ’ 15 Προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δέ εἰσι λύκοι ἅρπαγες.
15 Ἐάν λοιπόν θέλετε νά βρεῖτε το δρόμο αὐτό τῆς αἰώνιας σωτηρίας, προσέχετε νά μήν παρασυρθεῖτε ἀπό κακούς ὁδηγούς. Προσέχετε ἀπ’ τούς ψευδοπροφῆτες, πού ἔρχονται σέ σᾶς μέ τήν ἐξωτερική μορφή τῆς ἀθωότητας καί τῆς ἡμερότητας τοῦ προβάτου, ἐνῶ ἀπό μέσα τους εἶναι ἄγριοι καί αἰσχροκερδεῖς, σάν ἁρπακτικοί λύκοι.
ζ’ 16 οὕτω πᾶν δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖ, τὸ δὲ σαπρὸν δένδρον καρποὺς πονηροὺς ποιεῖ.
16 Ἀπό τή διαγωγή τους καί τά ἔργα τους, πού σάν καρπό παράγουν, θά τούς μάθετε καλά. Μήπως μαζεύουν ἀπό τά ἀγκάθια σταφύλια ἤ ἀπό τούς ἀγκαθωτούς θάμνους σῦκα;
ζ’ 17 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν.
17 Ὅπως λοιπόν δέν μαζεύουν ἀπό τά ἀγκάθια σταφύλια ἤ ἀπό τά τριβόλια σῦκα, ἔτσι κάθε δένδρο χρήσιμο, πού ἔχει καλούς χυμούς, παράγει καλούς καρπούς∙ ἐνῶ τό ἄχρηστο δένδρο παράγει ἄχρηστους καρπούς ἤ καί βλαβερούς.
ζ’ 18 οὐ δύναται δένδρον ἀγαθὸν καρποὺς πονηροὺς ποιεῖν, οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν.
18 Δέν εἶναι δυνατόν ἕνα χρήσιμο δένδρο νά βγάλει καρπούς βλαβερούς, οὔτε ἕνα δένδρο πού ἔχει χυμούς κακούς νά βγάλει καρπούς καλούς. Ἔτσι καί ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος θά παράγει ἐνάρετες πράξεις. Ἐνῶ ὁ πονηρός καί ὑποκριτής θά δείξει τήν πονηριά του στή διαγωγή του καί θά γίνει εὐδιάκριτος ἀπό τούς ἄλλους.
ζ’ 19 πᾶν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται.
19 Κάθε δένδρο πού δέν παράγει χρήσιμο καρπό, κόβεται καί ρίχνεται στή φωτιά. Αὐτό θά πάθουν καί οἱ ὑποκριτές.
ζ’ 20 ἄραγε ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς.
20 Καί δέν εἶναι δύσκολο νά τούς διακρίνετε. Διότι ἀπό ὅσα εἴπαμε βγαίνει τό συμπέρασμα ὅτι θά τούς γνωρίσετε καλά, μέ ἀσφάλεια καί βεβαιότητα, ἀπό τά ἔργα πού σάν καρπούς θά ἔχουν.
ζ’ 21 Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ᾿ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς.
21 Προσέχετε ἀκόμη μήπως παραπλανηθεῖτε κι ἀπ’ τόν ἑαυτό σας. Πρέπει νά ξέρετε ὅτι στή βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέν θά εἰσέλθει ὅποιος ἐπίμονα ἐπικαλεῖται τή θεότητά μου καί μοῦ λέει, Κύριε, Κύριε, ἀλλά θά εἰσέλθει σ’ αὐτήν ἐκεῖνος πού ἐφαρμόζει τό θέλημα τοῦ Πατρός μου πού εἶναι στούς οὐρανούς.
ζ’ 22 πολλοὶ ἐροῦσί μοι ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· Κύριε Κύριε, οὐ τῷ σῷ ὀνόματι προεφητεύσαμεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δαιμόνια ἐξεβάλομεν, καὶ τῷ σῷ ὀνόματι δυνάμεις πολλὰς ἐποιήσαμεν;
22 Πολλοί θά μοῦ ποῦν ἐκείνη τήν ἡμέρα τῆς κρίσεως: Κύριε, Κύριε, στό ὄνομά σου δέν προφητεύσαμε, πιστεύοντας ὅτι εἶσαι ὁ Μεσσίας καί Υἱός τοῦ Θεοῦ; καί πιστεύοντας σέ σένα δέν βγάλαμε δαιμόνια; καί πιστεύοντας σέ σένα δέν κάναμε πολλά θαύματα; Καί τώρα λοιπόν δέν θά μποῦμε στή βασιλεία σου;
ζ’ 23 καὶ τότε ὁμολογήσω αὐτοῖς ὅτι οὐδέποτε ἔγνων ὑμᾶς· ἀποχωρεῖτε ἀπ᾿ ἐμοῦ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν.
23 Καί τότε θά διακηρύξω ξεκάθαρα σ’ αὐτούς ὅτι ποτέ δέν σᾶς ἀναγνώρισα ὡς δικούς μου. Φύγετε μακριά μου ἐσεῖς πού ἐργαζόσασταν τήν ἀνομία, διότι τά χαρίσματά μου τά χρησιμοποιήσατε ὄχι γιά τή δική μου δόξα, ἀλλά σύμφωνα μέ τά δικά σας θελήματα καί τούς ἐγωιστικούς σας σκοπούς.
ζ’ 24 Πᾶς οὖν ὅστις ἀκούει μου τοὺς λόγους τούτους καὶ ποιεῖ αὐτούς, ὁμοιώσω αὐτὸν ἀνδρὶ φρονίμῳ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν πέτραν·
24 Θά ἀναγνωρίσω ὡς δικούς μου μόνο ἐκείνους πού θά ἔχουν καλά καί ἐνάρετα ἔργα. Καθένας λοιπόν πού ἀκούει τούς λόγους μου αὐτούς καί τούς ἐφαρμόζει, θά τόν θεωρήσω ὅμοιο μ’ ἕνα συνετό ἄνθρωπο, πού ἔκτισε τό σπίτι τοῦ πάνω στήν πέτρα, στό στερεό δηλαδή καί ἀδιάσειστο θεμέλιο τῆς διδασκαλίας μου καί τοῦ παραδείγματός μου.
ζ’ 25 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέπεσον τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ οὐκ ἔπεσε· τεθεμελίωτο γὰρ ἐπὶ τὴν πέτραν.
25 Καί κατέβηκε ἡ βροχή στή στέγη τοῦ σπιτιοῦ αὐτοῦ, καί ἦλθαν τά ποτάμια τῆς νεροποντῆς στά θεμέλιά του, καί φύσηξαν οἱ ἄνεμοι στούς τοίχους του, κι ἔπεσαν πάνω στό σπίτι αὐτό. Κι αὐτό δέν γκρεμίστηκε, διότι ἦταν θεμελιωμένο πάνω στήν πέτρα τῆς πίστεως καί τῆς ὑπακοῆς σέ μένα.
ζ’ 26 καὶ πᾶς ὁ ἀκούων μου τοὺς λόγους τούτους καὶ μὴ ποιῶν αὐτοὺς ὁμοιωθήσεται ἀνδρὶ μωρῷ, ὅστις ᾠκοδόμησε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὴν ἄμμον·
26 Ἀντιθέτως, ὅποιος ἀκούει τούς λόγους μου αὐτούς καί δέν τούς ἐφαρμόζει, θά θεωρηθεῖ ὅμοιος μ’ ἕναν ἀνόητο ἄνθρωπο, πού ἔκτισε τό σπίτι του ὄχι πάνω σέ στερεό θεμέλιο, ἀλλά πάνω στήν ἄμμο.
ζ’ 27 καὶ κατέβη ἡ βροχὴ καὶ ἦλθον οἱ ποταμοὶ καὶ ἔπνευσαν οἱ ἄνεμοι καὶ προσέκοψαν τῇ οἰκίᾳ ἐκείνῃ, καὶ ἔπεσε, καὶ ἦν ἡ πτῶσις αὐτῆς μεγάλη.
27 Καί κατέβηκε ἡ βροχή, καί ἦλθαν τά ποτάμια πού σχηματίζονται ἀπ’ τή βροχή, καί φύσηξαν οἱ ἄνεμοι καί χτύπησαν τό σπίτι ἐκεῖνο, κι αὐτό ἔπεσε. Καί ἦταν ἡ πτώση του ὁλοκληρωτική καί πλήρης.
ζ’ 28 Καὶ ἐγένετο ὅτε συνετέλεσεν ὁ ᾿Ιησοῦς τοὺς λόγους τούτους, ἐξεπλήσσοντο οἱ ὄχλοι ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ·
28 Κι ὅταν ὁ Ἰησοῦς τελείωσε τούς λόγους του αὐτούς, τά πλήθη γιά πολλή ὥρα ἔμεναν ἐκστατικά καί ἔκπληκτα ἀπό τή διδασκαλία του.
ζ’ 29 ἦν γὰρ διδάσκων αὐτοὺς ὡς ἐξουσίαν ἔχων, καὶ οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς.
29 Διότι τούς δίδασκε πάντοτε μέ ἐξουσία καί κῦρος, ὡς νομοθέτης καί κριτής καί αὐθεντικός γνώστης τῆς ἀλήθειας, καί ὄχι σάν τούς γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι γιά νά ἐπιβεβαιώσουν τά ὅσα ἔλεγαν ἀναφέρονταν στό νόμο καί τίς παραδόσεις τῶν παλαιοτέρων.